- γαρίδα
- crevette
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων καρκινοειδών της τάξης των δεκάποδων μακρόουρων. Έχουν σώμα πεπλατυσμένο στα πλευρά και μακριά πόδια μεταπλασμένα σε όργανα πλεύσης· γι’ αυτό λέγονται και μακρόουρα κολυμβητικά, αντίθετα από τις καραβίδες, τις… … Dictionary of Greek
γαρίδα — η 1. θαλασσινό μαλακόστρακο με γευστική σάρκα. 2. μτφ. φρ., «Έγινε το μάτι του γαρίδα», κοιτάζει επίμονα κάτι που στερείται εντελώς και το επιθυμεί πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
Aristaeomorpha foliacea — Aristaeomorpha foliacea … Википедия
γαριδάκι — το 1. μικρή γαρίδα 2. κοινή ονομασία τού γένους Αμφίποδα Καρκινοειδή 3. παιδική λιχουδιά με γεύση γαρίδας … Dictionary of Greek
καρίδα — η γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρίς] … Dictionary of Greek
καρίδιον — καρίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρίς*) γαριδάκι, μικρή γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ιμάντ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
καρίς — και δωρ. τ. κουρίς ή κωρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. μορφή τού κάραβος «καραβίδα», οπότε οι τ. κωρίς και κουρίς μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. σύνδεση με … Dictionary of Greek
καριδάριον — καριδάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρίς*) μικρή γαρίδα, γαριδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. κυν άριον, παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
καριδώ — καριδῶ, όω (Α) [καρίς] κυρτώνομαι, γίνομαι σαν γαρίδα … Dictionary of Greek